- αμφιετηρίς
- ἀμφιετηρίς (-ίδος), η (Α)γιορτή που επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι-* + -ετηρίς < ἔτος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμφιετηρίς — yearly festival fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… … Dictionary of Greek